τρανής

τρανής
-ές, ΜΑ
1. διαπεραστικός
2. μτφ. διαυγής, καθαρός, σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού επιθ. τρᾱνής στη ρίζα τερ- / τερη- τού ρ. τείρω* (πρβλ. τέρετρον, τετραίνω), η οποία θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη (πρβλ. τη σημ. τού επιθ. τορός «διαπεραστικός, οξύς, καθαρός, σαφής»), παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, αφού η μορφή τρᾱ- τής ρίζας δεν απαντά σε άλλους τ. (πρβλ. και τα λατ. trāns, intrāre [< θ. trā-], τών οποίων, όμως, η αναγωγή στην ίδια ΙΕ ρίζα με το τείρω παραμένει ανεπιβεβαίωτη). Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. τρ-ανής εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τρ- τής μονοσύλλαβης μορφής τής ρίζας τού ρ. τείρω και έχει σχηματιστεί με επίθημα -ᾱνής αναλογικά προς το σαφ-ηνής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρανῆς — τρᾱνῆς , τρανής clear masc/fem acc pl (attic epic doric) τρᾱνῆς , τρανής clear masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανής — τρᾱνής , τρανής clear masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανῆ — τρᾱνῆ , τρανής clear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τρᾱνῆ , τρανής clear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τρᾱνῆ , τρανής clear masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανέστερον — τρᾱνέστερον , τρανής clear adverbial comp τρᾱνέστερον , τρανής clear masc acc comp sg τρᾱνέστερον , τρανής clear neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανότερον — τρᾱνότερον , τρανής clear adverbial comp τρᾱνότερον , τρανής clear masc acc comp sg τρᾱνότερον , τρανής clear neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανεστέρα — τρᾱνεστέρᾱ , τρανής clear fem nom/voc/acc comp dual τρᾱνεστέρᾱ , τρανής clear fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανεστέραις — τρᾱνεστέραις , τρανής clear fem dat comp pl τρᾱνεστέρᾱͅς , τρανής clear fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανεστέρας — τρᾱνεστέρᾱς , τρανής clear fem acc comp pl τρᾱνεστέρᾱς , τρανής clear fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανεῖ — τρᾱνεῖ , τρανής clear masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τρᾱνεῖ , τρανής clear masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανεῖς — τρᾱνεῖς , τρανής clear masc/fem acc pl τρᾱνεῖς , τρανής clear masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”